παλαμικός

παλαμικός
(I)
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη, παλαμιαίος
2. φρ. «παλαμικοί μύες» — δύο μύες τής παλάμης, ο μακρός και ο βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].
————————
(II)
-ή, -ό [Παλαμάς]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Κωστή Παλαμά («παλαμικός στίχος»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο παλαμικός
μαθητής ή οπαδός τού Κωστή Παλαμά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλαμικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη. 2. μαθητής ή οπαδός του ποιητή Κωστή Παλαμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”